Ο πίνακας ήταν σχεδόν αρχαίος και παρουσίαζε μια παράξενη εικόνα. Στην πλαγιά ενός ψηλού, γκρίζου βουνού σκαρφάλωνε ένα φιδογυριστό μονοπάτι. Στο πλάι του μια βαθιά χαράδρα απλωνόταν, χωρίς να μπορείς να διακρίνεις το τέλος της.
Σ’ ένα ξέφωτο του μονοπατιού, μπροστά στη σκοτεινή είσοδο μιας σπηλιάς, ένας σιδερόφραχτος ιππότης πολεμούσε με έναν δράκο. Η ασημένια πανοπλία του άστραφτε στις αχτίδες του ήλιου. Το μακρύ σπαθί του έσκιζε τον αέρα, προσπαθώντας να καρφωθεί στην καρδιά του δράκου, ενώ αυτός έστρεφε τα μακριά σαν μαχαίρια νύχια του προς το μέρος του. Ήταν θεόρατος και οι σκουροκόκκινες φολίδες που κάλυπταν το κορμί του λαμπύριζαν στο φως που έπεφτε από τον ουρανό, θέλοντας θαρρείς να τον απαθανατίσουν σ’ αυτή τη σκηνή.