“Όταν η Burdekin το 1936 γράφει τη Νύχτα της Σβάστικας, το γυναικείο κίνημα έχει ήδη διανύσει μισόν αιώνα και έχει πετύχει μια -μερική έστω- έξοδο -μερικών έστω- γυναικών στον δημόσιο χώρο. Δεν μιλούν ακόμη για πατριαρχία, ανδροκρατία, φαλλοκρατία, όμως όλο και περισσότερες διαπιστώνουν πόσο και, ιδίως, πώς ετούτος ο κόσμος είναι αντρικός, όπως θα πει αργότερα κι ένα τραγούδι. Διεκδικούν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, νομική εξίσωση και προστασία των ιδιαίτερων αναγκών τους, προσβλέποντας στη χειραφέτηση.
Απέναντι σε αυτό το ιστορικά καινοφανές κύμα γυναικείας συλλογικής αμφισβήτησης και δράσης, τα αναδυόμενα στην Ευρώπη κατά το α’ μισό του 20ού αιώνα φασιστικά μορφώματα αναλαμβάνουν να οικοδομήσουν κυματοθραύστη. Οι γυναίκες, κατεξοχήν φορείς των παραδόσεων, καλούνται να υπερασπιστούν το πλαίσιο που από αιώνες έχει καθοριστεί γι’ αυτές και έχει περιγραφεί, εν είδει παιγνίου, με λέξεις της Γερμανικής που ξεκινούν από κάπα (Kinder/ παιδιά, Kuche/κουζίνα, Kirche/εκκλησία κ.ο.κ.), σηματοδοτώντας τον εγκιβωτισμό τους στον ιδιωτικό/οικογενειακό χώρο, για την αναπαραγωγή της πατριάς, της ράτσας, εν είδει θρησκευτικής επιταγής. Η τοποθέτηση των γυναικών μέσα στο φασιστικό κοσμοείδωλο, θέμα δευτερεύον φαινομενικά, αποτελεί βασικό πυλώνα για τη συγκρότηση ενός συστήματος διακρίσεων στηριγμένου στον μιλιταρισμό και τις αλληλένδετες με αυτόν θεωρούμενες ανδρικές αρετές.
Για γυναίκες πολιτικά οξυδερκείς, όπως η Burdekin, ο φασισμός προωθεί ένα κατ’ εξοχήν και εξόφθαλμα ανδροκρατικό σύστημα – και ενός τέτοιου συστήματος, εφόσον επικρατήσει, καταγίνεται να περιγράψει τη μετεξέλιξη. Ως προειδοποίηση”